-
1 ὁρμέω
A to be moored, lie at anchor, of a ship,ἐν Ἐλαιοῦντι Hdt.7.22
; πρὸς γῇ ib. 188 ;ἀκταῖσιν E.Or.55
;ἐν λιμένι Th.1.52
; opp. μετέωρος ὁ., Id.4.26 ;οὗ ναῦς ὁρμεῖ E.IT 1043
;ἐνταῦθα D.35.29
;κατὰ τὴν Κύρου σκηνήν X.An.1.4.3
:—[voice] Med., moored themselves, came to anchor,Hdt.
7.188 codd. ( ὅρμεον τὸ is prob. cj.).II prov. phrases, ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁ., etc., v. ἄγκυρα: metaph.,ἐπὶ σμικροῖς μέγας ὁ. S.OC 148
(anap.);ἐπὶ τῆς ἐκείνων ἀρετῆς ὁ. Aristid.1.134
J. ;ἐπὶ τῆς ποιητικῆς δυνάμεως Luc.Dem. Enc.18
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский